θυλακίτης

θυλακίτης
θῡλακ-ίτης [ῑ], ου, ,= sq., only fem. θυλακῖτις μήκων the
A common poppy (cf. θυλακίς), Dsc.4.64; θ. νάρδος,= ὀρεινὴ ν., Id.1.9.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θυλακίτης — θυλακίτης, ὁ, θηλ. θυλακῑτις (Α) [θύλακος] (μόνο στο θηλ.) φρ. α) «θυλακῑτις μήκων» η κοινή παπαρούνα β) «θυλακῑτις νάρδος» η άγρια νάρδος …   Dictionary of Greek

  • -ίτης — (ΑΜ ίτης) κατάλ. μεγάλου αριθμού αρσ. ουσ. τής Ελληνικής, η οποία σχηματίστηκε από τη σύναψη τού επιθήματος της με το ληκτικό στοιχείο ι , θέματος ορισμένων λέξεων (πρβλ. πολ ίτης), απ όπου επεκτάθηκε, αργότερα, και σε άλλα θέματα (πρβλ. ζευγ… …   Dictionary of Greek

  • θύλακος — Μικρός σάκος, σακούλι, ταγάρι· θέση αντιπάλων στο εχθρικό έδαφος· στη σύγχρονη ορολογία, περιοχή μέσα σε κράτος υπό διαφορετικό καθεστώς. (Ανατ.) Ωοειδής σχηματισμός στα διάφορα όργανα του σώματος των σπονδυλωτών και του ανθρώπου, που εκπληρώνει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”